- ιθαγένεια
- (Νομ.). Όρος που υποδηλώνει τον νομικό δεσμό του ατόμου με το κράτος. Η εναλλακτική του ονομασία είναι υπηκοότητα.
Η ι. είναι θεσμός που αναφέρεται στην προσωπική κατάσταση του ατόμου, ενώ ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη και το δημόσιο δίκαιο. Η ι. δεν υφίσταται χωρίς συνέπειες στο ιδιωτικό δίκαιο και είναι πάρα πολλές οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι νομικές σχέσεις ενός προσώπου ρυθμίζονται από την εθνική νομοθεσία του. Από αυτές απορρέει μια σειρά δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στον τομέα του δημοσίου δικαίου.
Η ι. εμφανίζεται σε αυτό τον τομέα ως μια νομική κατάσταση, με βάση την οποία αναγνωρίζονται δικαιώματα και υποχρεώσεις σε όσους έχουν την ι., που τους διακρίνουν από τους ξένους. Από τους υπηκόους αξιώνεται, για παράδειγμα, η ιδιαίτερη αφοσίωση στο κράτος, η εκτέλεση ορισμένων υποχρεώσεων (όπως η στρατιωτική υπηρεσία) και, αντιστρόφως, αναγνωρίζονται σε αυτούς ορισμένα δικαιώματα, δηλαδή τα πολιτικά, η διπλωματική προστασία στο εξωτερικό κ.ά. Η ι. αντανακλάται και στη διεθνή έννομη τάξη.
Η ύπαρξη και το τέλος ενός προσώπου –καθώς και οι νομικές καταστάσεις που απορρέουν από την προσωπικότητά του– κρίνονται με το δίκαιο της ι. του, όπου και αν αυτό το πρόσωπο βρίσκεται.
Υπάρχουν, πραγματικά, κανόνες διεθνούς δικαίου που επιβάλλουν στα κράτη την υποχρέωση να εξασφαλίσουν μια ορισμένη μεταχείριση στους αλλοδαπούς. Το δικαίωμα να αξιώσουν την τήρηση κανόνων αυτού του είδους αφορά, καταρχήν, το κράτος, του οποίου οι εν λόγω αλλοδαποί έχουν την ι. Το κράτος φροντίζει ακριβώς για την προστασία των υπηκόων του στο εξωτερικό με κατάλληλες ενέργειες των προξενικών γραφείων και των διπλωματικών του εκπροσώπων (αν και στο σύγχρονο δίκαιο η προστασία του ατόμου τείνει να γίνει ανεξάρτητη ή άμεση).
Κατά την κτήση της ι. πρωτοτύπως, δηλαδή εκείνης που αποκτάται από το ίδιο το γεγονός της γέννησης, τα διάφορα νομικά συστήματα στηρίζονται είτε στη σχέση καταγωγής (ius sanguinis, όπου ημεδαπός είναι όποιος έχει γεννηθεί –ακόμα και στο εξωτερικό– από γονείς ημεδαπούς) είτε στο γεγονός της γέννησης στο έδαφος της επικράτειας (ius soli), ανεξάρτητα από την ι. των γεννητόρων του. Το πρώτο από τα κριτήρια αυτά έχει την αρχή του στην αρχαιότητα, όταν η πολιτική κοινωνία ήταν ουσιαστικά θεμελιωμένη στο γένος και στις σχέσεις συγγένειας. Ακόμη και σήμερα αποτελεί τον πιο διαδεδομένο τρόπο για την απόκτηση της ι. Αντίθετα, το κριτήριο του ius soli, που κυριάρχησε κατά τους χρόνους της φεουδαρχίας (οπότε τα εδαφικά κριτήρια είχαν αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία) ακολουθείται από κράτη με χαμηλό ποσοστό γεννήσεων ή από κράτη δεχόμενα ισχυρά μεταναστευτικά ρεύματα (όπως πολλά κράτη στις Νότιας Αμερικής). Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στη Γαλλία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, γίνεται συγκερασμός των δύο συστημάτων.
Εξάλλου, η ι. ενός κράτους μπορεί να αποκτηθεί μετά τη γέννηση, εκ μέρους ενός προσώπου που δεν είχε καμία ι. ή είχε την ι. κάποιου άλλου κράτους. Στην περίπτωση αυτή γίνεται λόγος για παράγωγη κτήση ι. (πολιτογράφηση). Οι τρόποι κτήσης της παράγωγης ι. ρυθμίζονται από το δίκαιο των διαφόρων κρατών. Αναφέρονται είτε σε ιδιαίτερα προσόντα που απέκτησε ο αλλοδαπός είτε στη μακρά παραμονή του στο έδαφος της επικράτειας είτε στον δεσμό του γάμου. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί η απονομή της ι. έπειτα από διεθνή συμφωνία, που καθιερώνει την τροποποίηση των εθνικών συνόρων· συνεπώς, προβλέπει την αλλαγή της ι. των προσώπων που διαμένουν στα εδάφη αυτά.
Η απόλυτη ελευθερία του κράτους να καθορίζει τα κριτήρια απονομής της εκάστοτε ι. μπορεί να ενέχει σοβαρά μειονεκτήματα. Ενδέχεται, πραγματικά, να παρουσιαστεί περίπτωση όπου κάποιο άτομο να θεωρείται ταυτόχρονα υπήκοος περισσότερων κρατών (διπλή ι.) ή να μη θεωρείται υπήκοος κανενός κράτους (άπολις, ανιθαγενής). Στην πρώτη περίπτωση υπάγεται στη δικαιοδοσία νομοθεσιών περισσότερων κρατών για καταστάσεις που μπορεί να είναι και αντιφατικές μεταξύ τους (για παράδειγμα, ο γιος δύο Ιταλών που γεννήθηκε στην Αργεντινή είναι Ιταλός υπήκοος iure sanguinis και Αργεντινός υπήκοος iure soli). Στη δεύτερη περίπτωση, το άτομο είναι παντού ξένος – χωρίς να απολαμβάνει τις εγγυήσεις που, με βάση τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, το κράτος οφείλει απέναντι στους ξένους.
Ελληνική νομοθεσία. Το θέμα ρυθμίστηκε θεμελιωδώς από τον Κώδικα της Ελληνικής Ιθαγενείας (νομοθετικό διάταγμα 3370/1955, το οποίο διαδοχικά τροποποιήθηκε το 1984 και το 2001). Από διοικητική άποψη, υπάγεται στο υπουργείο Εσωτερικών, όπου λειτουργεί ιδιαίτερο γνωμοδοτικό όργανο, το Συμβούλιο Ιθαγενείας. Από συστηματική άποψη, ακολουθείται κυρίως η αρχή του iussanguinis. Η ι. αποκτάται με τη γέννηση από Έλληνες γονείς καθώς και με την αναγνώριση. Σε περίπτωση, ωστόσο, που γεννηθεί στην Ελλάδα άτομο που δεν έχει αλλοδαπή ι. ή είναι άδηλης ι., τότε αποκτά την ελληνική ι. Επομένως, εφαρμόζονται και τα δύο συστήματα απόκτησης ι., το ius sanguinis και το ius solis. Η ελληνική ι. μπορεί να αποκτηθεί επίσης με την υιοθεσία αλλοδαπού ή με την πολιτογράφηση. Απώλεια της ελληνικής ι. επέρχεται λόγω κτήσης αλλοδαπής ι. με την άδεια του κράτους· με δήλωση θέλησης περί αποβολής στις ελληνικής ι.· με την υιοθεσία Έλληνα από αλλοδαπό· με την ανάληψη δημόσιας υπηρεσίας στο εξωτερικό με άδεια του κράτους και εφόσον αυτό συνεπάγεται απόκτηση της ι. του ξένου κράτους· τέλος, με την εγκατάλειψη του ελληνικού εδάφους χωρίς πρόθεση παλιννόστησης από αλλογενή Έλληνα υπήκοο. Έκπτωση από την ι. επέρχεται λόγω κτήσης αλλοδαπής ι. χωρίς άδεια του κράτους, λόγω ανάληψης ξένης δημόσιας υπηρεσίας χωρίς την άδεια του κράτους και, τέλος, λόγω ενέργειας πράξεων (από τον ιθαγενή που διαμένει στο εξωτερικό) που είναι ασυμβίβαστες με την ιδιότητα του Έλληνα και αντίθετες με τα συμφέροντα της Ελλάδας. Η ανάκτηση της ι. γίνεται κατά τους όρους των άρθρων 29-30 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ.).
Από την άποψη του διεθνούς ιδιωτικού δικαίου, ο ελληνικός Α.Κ. υιοθετεί την αρχή ότι η κτήση και η απώλεια της ι. ενός κράτους ρυθμίζονται από το δίκαιο του εν λόγω κράτους (άρθρο 29). Όσον αφορά τους ανιθαγενείς, εφαρμόζεται το δίκαιο της κατοικίας ή της διαμονής (άρθρο 30). Επί διπλής ι. (ημεδαπής και αλλοδαπής) εφαρμόζεται το ημεδαπό δίκαιο· αν υπάρχει πολλαπλή αλλοδαπή ι., εφαρμόζεται το δίκαιο του κράτους με το οποίο το άτομο συνδέεται στενότερα (π.χ. εξαιτίας κατοικίας).
Η νομοθεσία, εξάλλου, όλων των ευρωπαϊκών χωρών επιδιώκει την εξασφάλιση ι. σε όλα τα άτομα. Γι’ αυτό, όπου ισχύει το ius sanguinis, προβλέπεται από διάφορες διατάξεις η απόκτηση της ι. του τόπου γέννησης, στην περίπτωση που οι γονείς είναι απάτριδες ή άγνωστοι. Πολλές περιπτώσεις ανιθαγενών στην Ελλάδα προέκυψαν έπειτα από συγκεκριμένες πολιτειακές πράξεις που στερούσαν την ι. για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας: α) Κατά τη διάρκεια της εχθρικής κατοχής της Ελλάδας (1941-44) δόθηκε με νόμο το δικαίωμα αφαίρεσης της ι. από Έλληνες, εξαιτίας της δράσης τους κατά των κατακτητών. β) Το 1947 εκδόθηκε το ΛΖ’ ψήφισμα, που προέβλεπε τη στέρηση της ελληνικής ι. σε όσους Έλληνες είχαν καταφύγει στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου. Με βάση τον νόμο αυτό, στερήθηκαν την ελληνική ι. 22.266 άτομα. Συνέπεια του νόμου ήταν η στέρηση της ι. στα παιδιά που γεννήθηκαν από αυτούς τα επόμενα χρόνια. Τελικά, επιτράπηκε η επανάκτηση της ι. στους Έλληνες αυτής της κατηγορίας, έπειτα από αίτηση και σχετική διαδικασία σε ειδικό συμβούλιο. γ) Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας (1967-74) αφαιρέθηκε η ι. από 3.155 Έλληνες για την αντιδικτατορική δράση τους στο εξωτερικό· επανακτήθηκε ωστόσο μετά τη μεταπολίτευση του 1974.
Από την άποψη των ατόμων παρατηρείται το φαινόμενο αλλαγής ι. για την επιτυχία κάποιου σκοπού με την εφαρμογή του δικαίου της πολιτείας. Για παράδειγμα, σε χώρες όπου δεν επιτρέπεται το διαζύγιο, επιδιώκεται η απόκτηση ι. κράτους που το επιτρέπει. Στις περιπτώσεις αυτές, τελείται καταστρατήγηση του νόμου και μπορεί να μη γίνει δεκτή η μεταβολή από το δίκαιο της πρώτης χώρας.
* * *ηη ιδιότητα που έχει ένα άτομο να ανήκει στον λαό ενός ορισμένου κράτους ή, διαφορετικά, ο θεσμός που συνδέει το άτομο με το κράτος στο οποίο ανήκει.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. nationalite < national «εθνικός». Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Παύλο Καλλιγά].
Dictionary of Greek. 2013.